- κυνικότητα
- [-ης (-ητος)] η см. κυνισμός 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυνικότητα — η [κυνικός] κυνισμός … Dictionary of Greek
κυνικότητα — η η ιδιότητα του κυνικού, η αναίδεια, ο κυνισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)